- χαλύβδωση
- [халивдоси] ουσ. Θ. превращение в сталь,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χαλύβδωση — και χαλύβωση, η, Ν [χαλυβδώνω / χαλυβώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαλυβδώνω … Dictionary of Greek
χαλύβδωση — η η συγκόλληση χαλύβδινου κομματιού στο άκρο σιδερένιου εργαλείου ή στην επιφάνεια βαριών εργαλείων, το ατσάλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στόμωμα — το, ΝΑ [στομῶ, ώνω] νεοελλ. άμβλυνση, απώλεια τής οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου αρχ. 1. στόμιο, άνοιγμα 2. η σκλήρυνση σιδήρου, η χαλύβδωση, το ατσάλωμα 3. μέταλλο που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη διαδικασία τής στόμωσης,… … Dictionary of Greek
χαλύβωση — η, Ν βλ. χαλύβδωση … Dictionary of Greek
τσελίκωμα — το, ατος και τσιλίκωμα, το ατος, χαλύβδωση, ατσάλωμα: Τσελίκωμα της ψυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)